γαμήσι

γαμήσι
το
η συνουσία, η σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. (το) γαμήσει < αρχ. γαμήσειν, απρμφ. μέλλοντος τού γαμέω, -ώ (πρβλ. το γεννήσι, το κοιμήσι, κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”